- ἐξελευθερικοί
- ἐξελευθερικόςof the class of freeamenmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξελευθερικός — ἐξελευθερικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει στην τάξη τών απελεύθερων 2. ως επίθ. αυτός που αναφέρεται στους απελεύθερους («νόμοι ἐξελευθερικοί») … Dictionary of Greek